- δελτάριο
- τομικρό και λεπτό χαρτόνι που χρησιμεύει για ανοιχτή επιστολή: Θα μοιράσω δελτάρια στα σπίτια για να διαφημίσω τη δουλειά μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δελτάριον — δελτάριον, το [δέλτος] η μικρή δέλτος νεοελλ. 1. «ταχυδρομικό δελτάριο» μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι 2. «εικονογραφημένο δελτάριο» ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου … Dictionary of Greek
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
καρτ-ποστάλ — η ταχυδρομικό δελτάριο συνήθως εικονογραφημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carte postale] … Dictionary of Greek
πινακίδιο — το / πινακίδιον, ΝΜΑ [πινακίς, ίδος] νεοελλ. 1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι 2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές μσν. αρχ. μικρή πινακίδα για γραφή,… … Dictionary of Greek
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek
δελτίο — το 1. δελτάριο. 2. έντυπο φύλλο χαρτιού που δίνει ορισμένες πληροφορίες: Δελτίο ταυτότητας. 3. συνοπτική έκθεση που συντάσσεται και ανακοινώνεται από κάποια αρχή: Πάντα παρακολουθώ το μετεωρολογικό δελτίο για να ξέρω τι καιρό θα κάνει. 4. τίτλος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστολικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή: Επιστολικό ύφος λόγου. 2. που χρησιμεύει στην αλληλογραφία με επιστολές ή που χρησιμοποιείται στη θέση επιστολής: Επιστολικό χαρτί. ― Επιστολικό δελτάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάρτα — η (λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)